- ἡμίσπαστος
- ἡμί-σπαστος, ον,A half pulled down, Str.17.3.12; half torn away, AP10.21 (Phld.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ημίσπαστος — η, ο 1. ο κατά το ήμισυ αποσπασμένος, μισοξεκολλημένος 2. (κατ επέκτ.) μισοκατεστραμμένος … Dictionary of Greek
ἡμίσπαστον — ἡμίσπαστος half pulled down masc/fem acc sg ἡμίσπαστος half pulled down neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡμίσπαστοι — ἡμίσπαστος half pulled down masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ημι- — (AM ἡμι ) αχώριστο πρόθημα ως α συνθετικό λέξεων τής αρχ., μσν. και νεοελλ. γλώσσας που έχουν την έννοια ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό είναι: α) το μισό, ως προς το ποσό (πρβλ. ημισέληνος, ημισφαίριο) β) κάτι το ελλιπές, μη τελειωμένο,… … Dictionary of Greek